υδροτεχνικός

υδροτεχνικός
η , ό[ν] гидротехнический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υδροτεχνικός" в других словарях:

  • υδροτεχνικός — ή, ό, το θηλ. ως ουσ. και ός, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροτεχνία («υδροτεχνικά έργα») 2. το θηλ. ως ουσ. η υδροτεχνική η υδροτεχνία 3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο και η υδροτεχνικός ειδικός στην υδροτεχνία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»